- ψύχωση
- Κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μερική ή και πλήρη αποδιοργάνωση της προσωπικότητας ενός ατόμου. Η κατάσταση αυτή, –έμμονες ιδέες ή ψυχοπάθειες–, αναγκάζει το άτομο να συμπεριφέρεται με τρόπους όχι φυσιολογικούς. Η ψ. είναι 2 ειδών: ενδογενής και εξωγενής. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι ψ. που ξεκινούν από εσωτερική προδιάθεση (μανία, κατάθλιψη ή σχιζοφρένεια). Η εμφάνιση της δεύτερης οφείλεται σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως εγκεφαλικές βλάβες, λοιμώδη νοσήματα, τοξικές καταστάσεις που προέρχονται από τη χρήση ναρκωτικών ή από αλκοολισμό. Η εξωγενής ψ. εμφανίζεται με πυρετικό παραλήρημα και με διαταραχές της συνείδησης. Ψ. μπορούν να παρουσιαστούν και στις γυναίκες στην περίοδο της εγκυμοσύνης. Η θεραπευτική των ψ. προόδευσε σημαντικά κατά τα τελευταία χρόνια με τη χορήγηση ινσουλίνης, καθώς και με ηλεκτροσόκ.
* * *η / ψύχωσις, -ώσεως, ΝΑ [ψυχῶ/ -ώνω]νεοελλ.1. ιατρ. μία από τις σοβαρότερες ψυχικές νόσους, με κύρια συμπτώματα τη δημιουργία παραισθήσεων και ψευδαισθήσεων και την πρόκληση σοβαρών ανεπαρκειών κρίσης και αντίληψης, ανεπάρκεια στη λειτουργία τής νόησης και ανικανότητα αντικειμενικής εκτίμησης τής πραγματικότητας2. έντονη ψυχική κλίση («έχει ψύχωση με τα αστυνομικά μυθιστορήματα»)3. φρ. «μανιοκαταθλιπτική ψύχωση»ιατρ. πάθηση με διαλείπουσα ή κυκλική εξέλιξη, που χαρακτηρίζεται από την επέλευση, κατά τη διάρκεια τής ζωής τού ασθενούς, διαδοχικών παροξυσμών διέγερσης ή κατάθλιψηςαρχ.1. εμψύχωση, αναζωογόνηση2. η ζωική αρχή («πάντων πατήρ, νοῡς καὶ ψύχωσις», Πυθαγ.).
Dictionary of Greek. 2013.